Τον Μάιο του 1996 και έπειτα από πολλές ημέρες που είχε να μιλήσει με τον σύζυγό της, η Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικος του Βελγίου, άρχισε να φοβάται μην έχει συμβεί κάτι κακό στον άνθρωπο της, ο οποίος είχε πάει στην Ελλάδα για μία οικογενειακή υπόθεση.
Αφού είδε πως δεν μπορεί να βρει τον σύζυγό της, άρχισε να τηλεφωνεί στα μέλη της οικογένειας. Δεν έβρισκε κανέναν. Ή, μάλλον, έβρισκε έναν. Τον 22χρονο ανιψιό της Θεόφιλο, ο οποίος ήταν φοιτητής στη Νομική Σχολή της Κομοτηνής.
Ο Θεόφιλος, όμως, κάθε φορά που μιλούσε μαζί της, έδινε την ίδια απάντηση: Πως είχαν φύγει όλοι και είχαν πάει ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Αυτή η απάντηση, ωστόσο, ήταν που ανησυχούσε την Ελένη Σεχίδη ακόμα περισσότερο.
Αρχικά η γυναίκα απευθύνθηκε στη βελγική αστυνομία που όμως δεν μπόρεσε να ερευνήσει την υπόθεση. Έτσι αποφάσισε να έρθει η ίδια στην Ελλάδα. Πήγε στη Φλώρινα απ’ όπου καταγόταν η οικογένεια και ξεκίνησε από εκεί την έρευνά της.
Όταν συναντήθηκε με τον Θεόφιλο κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάπως έτσι ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές. Οι αστυνομικοί κάλεσαν για εξέταση τον νεαρό φοιτητή και από εκείνο το σημείο και έπειτα όλοι ένιωθαν πως ζούσαν μέσα σε ένα καλογυρισμένο θρίλερ.
Μετά από πολλές ημέρες έρευνας και μία πολύωρη και σκληρή ανάκριση ο Σεχίδης ομολόγησε τα πάντα. Από την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες οργίασαν με τίτλους βουτηγμένους στο αίμα:
«Ο γιος του Φρανκεστάιν», «Ο σφαγέας της Θάσου», «Ο Έλληνας Χάνιμπαλ Λέκτερ», «Δαίμονας Εξολοθρευτής», «Ο κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφσκι»
Τα φρικιαστικά εγκλήματα του Σεχίδη αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του 1996 και είχαν προκαλέσει ένα δίχως προηγούμενο σοκ στην ελληνική κοινωνία. Το πενταπλό φρικιαστικό έγκλημα ξεκίνησε την 19η και ολοκληρώθηκε μία ημέρα σαν σήμερα, την 20η Μαΐου 1996.
Το χρονικό του τρόμου
Πρώτα σκότωσε τον 58χρονο θείο του, Βασίλη Σεχίδη, τον οποίο, μετά από μια λογομαχία που είχαν, τον έσπρωξε στο γκρεμό. Όταν ο Σεχίδης τον πλησίασε και είδε πως ζει ακόμα, του έκοψε το κεφάλι. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», είχε ομολογήσει ο Θεόφιλος Σεχίδης.
Όπως προέκυψε αργότερα, ο άτυχος θείος είχε έρθει από το Βέλγιο όπου έμενε μόνιμα, μετά από παράκληση του αδελφού του «για υπόθεση του Θεόφιλου». H υπόθεση, φυσικά, και ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο 24χρονος φοιτητής και η προσπάθεια της οικογένειας να τον πείσει να επισκεφθεί ψυχίατρο «γιατί παρουσίαζε κάποια προβλήματα».
Σειρά μετά είχε ο 55χρονος πατέρας του, τον οποίο πυροβόλησε όταν τον είδε να κρατάει μαχαίρι. Ο Σεχίδης νόμιζε πως ήθελε να τον σκοτώσει και έτσι τον πρόλαβε. «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα … Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι» είχε πει.
Όπως διαπιστώθηκε ο Σεχίδης περίμενε τον πατέρα του στο σπίτι και όταν τον είδε να μπαίνει σε αυτό, χωρίς να χάσει χρόνο, τον πλησίασε και τον πυροβόλησε εξ’ επαφής.
Επόμενο θύμα του ήταν η μητέρα του την οποία αποκεφάλισε. «Κρατούσε και αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», είχε αναφέρει στους αστυνομικούς ο Σεχίδης αν και ο ιατροδικαστής διαπίστωσε αργότερα ότι και η τραγική μητέρα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι.
Έπειτα ήταν η σειρά της αδερφής του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η Έμμυ είχε ακούσει όλη τη φασαρία και μπήκε μέσα στο σαλόνι κρατώντας ένα τασάκι προκειμένου να αμυνθεί. Ο Σεχίδης και για εκείνη είχε καταθέσει πως κρατούσε μαχαίρι.
Η φρίκη αλληλουχία των άγριων δολοφονιών ολοκληρώθηκε μία ημέρα σαν σήμερα, στις 20Μαΐου 1996 με θύμα την 75χρονη γιαγιά του την οποία επίσης δολοφόνησε με μαχαίρι.
Το μακάβριο έργο του Σεχίδη ολοκληρώθηκε την τρίτη ημέρα όταν, ακούγοντας έργα του Τσαϊκόφσκι, με ένα αλυσοπρίονο τεμάχισε τα τέσσερα πτώματα (όλα εκτός από τον θείο του), τα τοποθέτησε σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας.
Η αρχική του σκέψη ήταν να πετάξει τα πτώματα σε μία χωματερή της Θεσσαλονίκη. Έκανε, μάλιστα, και τρία δρομολόγια με το φέρι μποτ της γραμμής αλλά φαίνεται πως η παρουσία των φυλάκων της χωματερής τον φόβισε και έτσι πέρασε το plan b που ήταν να τα πετάξει σε χωματερή της Θάσου. Όταν τελείωσε επέστρεψε στο σπίτι στην Καβάλα.
«Χρειάστηκα μία ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους πακετάρω και μία ημέρα να τους μεταφέρω», είχε πει.
Ο ίδιος, ωστόσο, αποκάλυψε και την πιο φρικιαστική λεπτομέρεια των εγκλημάτων του. «Από τα κεφάλια του πατέρα μου, της αδερφής μου και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη, μέσα σε πιάτο, με σκοπό να τα μελετήσω και να τα φάω για να τους τιμωρήσω και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι’ αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά.
» Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο; Ό,τι έκανα το έκανα βρισκόμενος εν αμύνη και γι’ αυτό δεν μετανιώνω και ό,τι σας έχω πει είναι αλήθεια πέρα για πέρα» είχε πει στην κατάθεσή του, που σόκαρε το πανελλήνιο, ενώ αργότερα θα αποκαλύψει πως η «ανατομική μελέτη» που ήθελε να κάνει δεν έγινε ποτέ, καθώς «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω, είχε αλλοιωθεί και το πέταξα»!
Οι σακούλες με τους τεμαχισμένους συγγενείς δεν εντοπίστηκαν ποτέ.
Η καταδίκη και το τέλος στη φυλακή
«Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρισα στο σπίτι – φρούριο που δεν περιγράφεται. Στους τοίχους, στις τουαλέτες, στα ταβάνια ήταν πεταμένα υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν δύο από τα θύματα [ο πατέρας και η μάνα] στο κεφάλι. Σ’ όλο το σπίτι υπήρχε αίμα που είχε ξεραθεί. Το χαλί ήταν κόκκινο από το αίμα, ιδιαίτερα στο σημείο όπου σκότωσε την αδελφή του, την οποία χτύπησε μόνο στον θώρακα. Βρέθηκαν δύο αλυσοπρίονα και ένας πέλεκυς. Με τα σιδηροπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι φοβερό», είχε πει ο ιατροδικαστής της υπόθεσης στην εφημερίδα «Απογευματινή» και αποκάλυπτε πως στους τοίχους ο δολοφόνος είχε γράψει τη λέξη «λάθος».
Μιλώντας με τον δημοσιογράφο Κώστα Παπαπέτρου των «Νέων», όταν ρωτήθηκε αν φοβήθηκε κάποια στιγμή πως τα εγκλήματά του θα αποκαλύπτονταν ο Σεχίδης είχε απαντήσει πως:
«Όχι καθόλου. Πρώτον, η λύτρωση απ’ αυτούς είχε επέλθει σε μένα. Και δεύτερον, όταν ξέρεις ο ίδιος ότι έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω πρώτα καλά με τη συνείδησή μου κι έπειτα με οποιονδήποτε άλλο. Προστάτευα την ίδια μου τη ζωή από άτομα, τα οποία ήταν εντελώς εσφαλμένα ως προσωπικότητες μέχρι σημείου διαφθοράς. […]
» H ποινή μπορεί να είναι από ισόβια μέχρι θανατική. Και η θανατική δεν με φοβίζει καθόλου. Είμαι πρόθυμος να την ακολουθήσω με χαμόγελο. Ίσως τότε χαμογελώ πιο πολύ απ’ όταν με συνέλαβαν. Από τη στιγμή που έχω το δίκιο με το μέρος μου, θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, ξέροντας ότι στον άλλον που θα πάω δεν θα’ χω κανένα πρόβλημα».
Ο Σεχίδης δικάστηκε και, όπως ήταν φυσικό καταδικάστηκε. Στις 20 Ιουνίου του 1997, η δίκη του τελείωσε και το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας του επέβαλε την ποινή των πέντακις ισοβίων. Μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου είχε ζητήσει την ενοχή του Σεχίδη για όλες τις πράξεις που του καταλογίζονταν και είπε ότι, αν ίσχυε η ποινή του θανάτου, «θα έπρεπε άνευ ετέρου αν του επιβληθεί» ενώ τον χαρακτήρισε «εγκληματία του αιώνα».
Έπειτα από 5μηνη παρακολούθηση της συμπεριφοράς του Σεχίδη, επιστήμονες ψυχιατρικής συμπέραναν ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας, χωρίς όμως να χρήζει περίθαλψης, και του καταλογίστηκε «πλήρης ευθύνη και επίγνωση των πράξεών του».
Στις 2 Ιουνίου του 1992, ο Σεχίδης υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, στην οποία φάνηκε ότι είχε εγκεφαλικές ανωμαλίες. Το 2010, ο ψυχίατρος του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικών του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, δήλωσε ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια, και όχι από σχιζότυπη διαταραχή.
Παρότι κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης, μετά από το σάλο που προκλήθηκε, αυτή δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Στα 21 χρόνια που παρέμεινε στη φυλακή ο Σεχίδης είχε επιλέξει να μην έχει πολλές επαφές με τους υπόλοιπους κρατουμένους. Ήταν ψυχρός και απόμακρος. Αν και όποτε άνοιγε με κάποιον κουβέντα τότε το μόνο που έδειχνε να τον απασχολεί ήταν η… περιουσία του. Όπως έγραφαν τότε τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, μάλιστα, πράγματι είχε μεγάλη περιουσία (ως ιδιοκτήτης πολλών ακινήτων) το ύψος της οποίας είχε υπολογιστεί στα 4-5 εκατομμύρια ευρώ!
Ο Σεχίδης βρέθηκε νεκρός μέσα στο κελί του στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, το πρωί της 12ης Φεβρουαρίου του 2019. Αιτία θανάτου είναι η ανακοπή καρδιάς, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα εδώ και χρόνια και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.
Διάβασε περισσότερα στο: reader.gr