
Κωνσταντίνος Καβάφης | eurokinissi
«Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν πήρε ποτέ (αν και το δικαιούταν όσο λίγοι) το νόμπελ λογοτεχνίας. Η αδικία αυτή, ωστόσο, καθόλου δεν αφαίρεσε από την παγκόσμια λάμψη του. Το έργο του επηρέασε εκατοντάδες ποιητές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Ο «Μεγάλος Αλεξανδρινός» έζησε δύο ζωές. Μία φανερή και μία κρυφή. Η φανερή ήταν γεμάτη δημιουργία, φως και αναγνώριση. Η κρυφή ήταν γεμάτη σκοτεινούς δρόμους, τζόγο, αλκοόλ και «απαγορευμένους» έρωτες.
«Ήθελα να δώσω φως και συγκίνηση σε όσους είναι σαν και εμένα καμωμένοι»
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία.
» Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Αφού ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε δώσει το (σύντομο) βιογραφικό του θα ήταν, μάλλον, απρέπεια να μην ξεκινήσουμε με τα δικά του λόγια.
Ήταν το «στερνοπούλι» (ένατο παιδί κατά σειρά) του μεγαλέμπορου Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Και από τις δύο πλευρές, η καταγωγή ήταν από το Φανάρι. Ο πατέρας του Καβάφη έδινε τα πάντα στην οικογένειά του. Πιθανότατα, ωστόσο, αυτό το έκανε κυρίως για να κάνει επίδειξη του πλούτου του.
Τα παιδιά είχαν τα πάντα στα «πόδια» τους. Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα γκουβερνάντα, Ιταλό αμαξά, Αιγύπτιο ιπποκόμο και αρκετούς Έλληνες υπηρέτες και επιπλέον το σπίτι ήταν στολισμένο με τα ακριβότερα λούσα, τα αμάξια ήταν – για την εποχή τους – υπερπολυτελείας ενώ χρυσαφικά και ασημικά στόλιζαν κάθε δωμάτιο.
Ο Πέτρος Καφάβης ήταν τόσο σπάταλος και ήθελε να κάνει τόσο μεγάλη επίδειξη του πλούτου του που όταν, πλέον, πέθανε δεν είχε απομείνει παρά ένα μικρό μέρος της τεράστιας περιουσίας του.
Η επιχείρηση που είχε στήσει διαλύθηκε οριστικά το 1876 αλλά ήδη από το 1872 η οικογένεια είχε μετακομίσει μόνιμα στο Λίβερπουλ. Εκεί έμεινε για έξι χρόνια και μετά επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια.
Το 1882 ξέσπασε ο Αγγλό – Αιγυπτιακός πόλεμος και η οικογένεια κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν, μάλιστα, ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια το σπίτι της οικογένειας καταστράφηκε ολοσχερώς. Στην Πόλη, ο, πλέον, 19χρονος Κωνσταντίνος Καφάβης ξεκινά να γράφει ποιήματα και με την πάροδο των ετών (και με όλες τις αλλαγές σε τόπους κατοικίας και επαγγέλματα) δημιουργεί ένα τεράστιο σε αξία έργο.
Το ποιητικό έργο του Καβάφη αποτελείται από 270 ποιήματα, που χωρίζονται σε τρεις ενότητες: τα «Αναγνωρισμένα», τα «Αποκηρυγμένα» και τα «Κρυμμένα» ενώ υπάρχουν και 30 «Ατελή» ποιήματα.
Τα «Αναγνωρισμένα», είναι συνολικά 154 ποιήματα. Τα 37 είναι τα «Αποκηρυγμένα» και ονομάζονται έτσι επειδή ο ίδιος τα αποκήρυξε ή τα άλλαξε σε μεγάλο βαθμό. Τα 75 ποιήματα είναι τα «κρυμμένα», ποιήματα, δηλαδή, που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του. Τα 30 είναι τα «Ατελή», που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή.
Ο ίδιος ο Καβάφης, πάντως, είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει»
Την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καβάφης βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του άρχισε να αποκτά και τους πρώτους σημαντικούς εχθρούς. Μπορεί σήμερα η ποίησή του να είναι καθολικά αναγνωρισμένη αλλά αυτό δε συνέβαινε πάντα.
Ένας από τους κυριότερους εχθρούς του, μάλιστα, ήταν ο Κωστής Παλαμάς. Οι αιτίες της έχθρας ήταν πολλές η σημαντικότερη, ωστόσο, ήταν ο τρόπος ζωής των δύο ποιητών. Οικογενειάρχης ο ένας, ομοφυλόφιλος και με… άσωτη ζωή ο άλλος. Φυσικά και αυτή η κόντρα δεν άργησε να… ξεφύγει με χαρακτηρισμούς που σίγουρα δεν ταίριαζαν σε ανθρώπους του πνεύματος και διαχύθηκε και στους οπαδούς του. Οι λεγόμενοι και «παλαμιστές», μάλιστα, είχαν χαρακτηρίσει τον Καβάφη ακόμα και «καραγκιόζη της δημοτικής»!
Παράλληλα, ο «Μεγάλος Αλεξανδρινός» είχε να παλέψει με τους προσωπικούς του δαίμονες. Λάτρευε οτιδήποτε είχε να κάνει με τον τζόγο. Από μετοχές στο χρηματιστήριο μέχρι και χαρτιά. Μπορούσε να τζογάρει ακόμα και σε μία παρτίδα… σκάκι! Κρατούσε, μάλιστα, και ένα «ημερολόγιο» όπου σημείωνε τα ποσά που έχανε ή κέρδιζε.
Επιπλέον, είχε πάθος και με το αλκοόλ. Οι μελετητές της ζωής και του έργου του διχάζονται σε ότι αφορά τον βαθμό εξάρτησης από το αλκοόλ. Κάποιοι λένε ότι βρισκόταν στα όρια του αλκοολισμού και κάποιοι άλλοι πως ναι μεν έπινε αλλά ήταν ένα πάθος που κρατούσε υπό έλεγχο.
Τις νύχτες ο Κωνσταντίνος Καβάφης μεταμορφωνόταν σε έναν άλλο άνθρωπο. Αναζητούσε ερωτικούς συντρόφους σε κακόφημες περιοχές. Του άρεσαν τα νεαρά αγόρια αλλά ταυτόχρονα φοβόταν να μην τον αναγνωρίσουν και κυκλοφορούσε έχοντας σχεδόν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Όταν ξημέρωνε, ο Καβάφης επέστρεφε στο σπίτι του και έδινε χρήματα σε όσους τον συναντούσαν προκειμένου να τους κρατήσει το στόμα κλειστό και να μην αποκαλύψουν την «άσωτη» ζωή του στη μητέρα του. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποτρέψει το ξέσπασμα κάποιου σκανδάλου αν και οι «κακές γλώσσες» έκαναν τη… δουλειά τους.
Ο άνθρωπος μυστήριο στη ζωή του Μεγάλου Αλεξανδρινού, ήταν ο Αλέκος Σεγκόπουλος. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη.
Το ενδεχόμενο αυτό, άλλωστε, δεν ήταν απίθανο, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος Καβάφης δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος.
Πιθανό είναι και το ενδεχόμενο ο Αλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.
Οι «κακές γλώσσες» στις οποίες αναφερθήκαμε νωρίτερα, ωστόσο, το πήγαν ένα βήμα παρακάτω και ανέφεραν πως τελικά ο Σεγκόπουλος δεν ήταν ούτε γιος, ούτε ανιψιός αλλά ερωτικός σύντροφος του ποιητή.
Σε κάθε περίπτωση τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αποδείχθηκε και η σχέση τους παραμένει ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης πήρε μόνο ένα βραβείο στη ζωή του. Το 1926, το δικτατορικό καθεστώς του Θεόδωρου Πάγκαλου του απένειμε το «παράσημο του Φοίνικος». Ο «Μεγάλος Αλεξανδρινος» αποδέχθηκε τη συγκεκριμένη βράβευση και δικαιολόγησε αυτή του την πράξη τονίζοντας πως «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ».
Το 1930 άρχισαν να προβλήματα υγείας. Υπέφερε από πόνους στου λάρυγγα και οι γιατροί δεν άργησαν να ανακαλύψουν πως πάσχει από καρκίνο. Από το 1932 και μετά έχασε τη δυνατότητα να μιλάει και υποβλήθηκε σε τραχειοτομία στην Αθήνα. Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια με την ελπίδα πως η κατάσταση της υγείας του θα βελτιωθεί αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο.
Τελικά, ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1933 την ημέρα που συμπλήρωνε το 70ο έτος της ηλικίας του, άφησε την τελευταία του πνοή, στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί.