
Credit: Clement Tardif, Greenpeace. |
Του Χρήστου Λογαρά.
13.06.2025 – 09:00
Χιλιάδες τόνοι άγριων ψαριών από τη Σενεγάλη και τη Μαυριτανία αλέθονται για να ταΐσουν τα ψάρια των ιχθυοκαλλιεργειών, σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στη διάσκεψη του ΟΗΕ για τους Ωκεανούς στη Νίκαια της Γαλλίας.
Αυτή η σιωπηλή ανταλλαγή –διατροφικής ασφάλειας με βιομηχανικό κέρδος– ήταν στο επίκεντρο του φετινού Διεθνούς Συνεδρίου του ΟΗΕ για τους Ωκεανούς στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί, οργανώσεις από Ευρώπη και Αφρική παρουσίασαν την έκθεση Ocean Takeover, φέρνοντας στο φως ένα παγκόσμιο αλισβερίσι: τα εκτρεφόμενα ψάρια της Μεσογείου τρέφονται με τα τελευταία αποθέματα άγριων ψαριών των χωρών της Δυτικής Αφρικής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Foodrise, της ΑΚΤΑΙΑ και της ACEC, η Ελλάδα, ως ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιπούρας και λαβρακιού στην Ε.Ε., εισήγαγε το 2022 περίπου 140.000 τόνους ιχθυαλεύρων και ιχθυελαίων — πρώτες ύλες που προέρχονται από άγρια ψάρια, υψηλής διατροφικής αξίας, τα οποία θα μπορούσαν να θρέψουν απευθείας τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην Αφρική με ένα γεύμα ψαριού την εβδομάδα.
Αντ’ αυτού, χρησιμοποιούνται για την εκτροφή ψαριών που προορίζονται κυρίως για εξαγωγή στις ευρωπαϊκές αγορές.
Σε παγκόσμια κλίμακα, η εκτροφή αυτών των ειδών παράγει μερίδες 200 γραμμαρίων την εβδομάδα για 33 εκατομμύρια ανθρώπους. Όμως, η έκθεση αποδεικνύει ότι η καθαρή επίδραση στο περιβάλλον και στην επισιτιστική ασφάλεια είναι αρνητική. Αν καταναλώνονταν απευθείας τα άγρια ψάρια που χρησιμοποιούνται ως τροφή, θα μπορούσαν να τραφούν 46 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 13 εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους τρέφονται από τα εκτρεφόμενα ψάρια.
«Παλιά μπορούσαμε να ζήσουμε από τη θάλασσα».
Αποκαλυπτικές ήταν οι μαρτυρίες που ακούστηκαν στο συνέδριο. Ο Mansour Boidaha από την Μαυριτανία, πρόεδρος της ΜΚΟ Zakia που έχει ως στόχο την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και την προστασία των πόρων της, καταγγέλλει με ένταση τη μαζική καταστροφή των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της Μαυριτανίας, που προκαλείται από τη λειτουργία εργοστασίων παραγωγής ιχθυαλεύρου, γνωστών ως moka. Όπως επισημαίνει, τα εργοστάσια αυτά –συχνά με την υποστήριξη ισχυρών συμφερόντων και αδιαφάνειας– έχουν μισθώσει υπεράκτια σκάφη βιομηχανικού τύπου, τα οποία ψαρεύουν παράνομα ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές, καταστρέφοντας το απόθεμα των ψαριών. Οι επιπτώσεις είναι βαθιές: εξαφάνιση των ψαριών, ρύπανση του νερού και της ατμόσφαιρας, ανεργία για τις γυναίκες που επεξεργάζονταν ψάρια, μαζική μετανάστευση νέων, ακόμα και προσφυγικά κύματα μέσω θαλάσσης. Η περιοχή του Nouadhibou, όπως περιγράφει, έχει μετατραπεί σε εστία οικολογικής κρίσης και κοινωνικής απόγνωσης.
Από τη Σενεγάλη, η Diaba Diop, Γενική Γραμματέας του Γυναικείου Οικονομικού Συνεταιρισμού Pencum Sénégal που ασχολείται με τη μεταποίηση ψαριών, πρόσθεσε:
«Παλιά μπορούσαμε να ζήσουμε από τη θάλασσα. Τώρα, δεν μπορούμε να ταΐσουμε τα παιδιά μας, ούτε να πληρώσουμε ενοίκια. Οι γυναίκες εγκαταλείπουν τα χωριά. Δεν είμαστε αντίθετοι στην ιχθυοκαλλιέργεια, αλλά όχι έτσι. Όχι εις βάρος μας». Με ένα σύνθημα στα Wolof (γλώσσα της Σενεγάλης), έκλεισε λέγοντας: «Να προστατεύσουμε τους ωκεανούς, είναι να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Χωρίς τους ωκεανούς, δεν μπορούμε να ζήσουμε».
«Είναι μια αδικία που δεν αντέχουμε άλλο».
Ο Mor Mbengue, Πρόεδρος της Επιτροπής Παράκτιας Παραδοσιακής Αλιείας του Cayar (Cayar, Σενεγάλη), δήλωσε: «Παλαιότερα, η θάλασσα μάς έδινε ζωή. Ψαρεύαμε αρκετά ώστε να θρέψουμε τις οικογένειές μας, και οι γυναίκες του χωριού επεξεργάζονταν τα ψάρια για να τα πουλήσουν στους κατοίκους των πόλεων, μακριά από τις ακτές της Σενεγάλης, καλύπτοντας έτσι το 70% των αναγκών τους σε ζωική πρωτεΐνη. Από τότε που εμφανίστηκαν τα εργοστάσια παραγωγής ιχθυαλεύρου, τα οποία στοχεύουν στα παράκτια πελαγικά είδη και ψαρεύουν ανήλικα ψάρια, όλα έχουν καταρρεύσει. Τα ψάρια εξαφανίστηκαν, ο αέρας έγινε αποπνικτικός, τα νερά έχουν μολυνθεί. Οι γυναίκες έχασαν τη δουλειά τους, οι νέοι δεν έχουν μέλλον εδώ. Πολλοί βγαίνουν στη θάλασσα, όχι πια για να ψαρέψουν, αλλά για να φύγουν. Το πιο εξοργιστικό είναι ότι όλα αυτά τα ψάρια που λεηλατούνται εδώ δεν προορίζονται καν για ανθρώπινη κατανάλωση: εξάγονται στην Ευρώπη και την Ασία για να παχύνουν εκτρεφόμενα ψάρια ή γουρούνια. Θυσιάζουμε τις ζωές μας για να ταΐσουμε ζώα στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι μια αδικία που δεν αντέχουμε άλλο».
Η Natasha Hurley, επικεφαλής καμπάνιας της Foodrise, μίλησε με σκληρή γλώσσα για το αφήγημα της «πράσινης ανάπτυξης» μέσω της ιχθυοκαλλιέργειας: «Μας λένε ότι η εντατική ιχθυοκαλλιέργεια είναι λύση στην επισιτιστική κρίση. Μα η αλήθεια είναι το αντίθετο: παίρνει φαγητό από εκείνους που το χρειάζονται περισσότερο και το μετατρέπει σε κέρδος για εξαγωγή. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο σύστημα εξόρυξης τροφής».
«Αυτό δεν είναι ανάπτυξη».
Σύμφωνα με την Foodrise, η Ελλάδα έχει δει την παραγωγή εκτρεφόμενων ψαριών να αυξάνεται κατά 141% από το 2000. Το 82% της παραγωγής εξάγεται κυρίως σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, ενώ πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν 24πλασιάσει τις επιτρεπόμενες περιοχές για ιχθυοκαλλιέργεια. Η Φαίη Ορφανίδου από την ελληνική οργάνωση ΑΚΤΑΙΑ, που εκπροσωπεί πάνω από 20 παράκτιες κοινότητες, δήλωσε: «Αυτό δεν είναι ανάπτυξη. Είναι παραχώρηση των θαλασσών μας σε πολυεθνικές, με αντάλλαγμα επιδοτήσεις και λίγες θέσεις εργασίας. Οι θάλασσές μας ανήκουν στους ανθρώπους που ζουν δίπλα τους — όχι στα εργοστάσια. Δεν θα σωπάσουμε».
Η αύξηση αυτή, σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία οφείλεται στη χρήση τεράστιων ποσοτήτων άγριων ψαριών, που αλιεύονται σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία και μετατρέπονται σε ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια για την εκτροφή των ψαριών. Η Δυτική Αφρική αποτελεί μία από τις πηγές αυτών των πόρων για την Ελλάδα και τις μεσογειακές χώρες. Το 2022 η Ελλάδα εισήγαγε 97.000 τόνους ιχθυάλευρα και 41.200 τόνους ιχθυελαίων. Σύμφωνα με 5 μελέτες που παρουσιάστηκαν στο Science Advances, για την παραγωγή 1 κιλού λαβρακιού ή τσιπούρας απαιτούνται 1,25 έως 3,93 κιλά άγριου ψαριού. Η αυξανόμενη ζήτηση οδηγεί σε δραματική μείωση των πληθυσμών άγριων ψαριών, επηρεάζοντας τις τοπικές διατροφικές πηγές και οικονομίες. Στην Ελλάδα, οι κοινότητες γύρω από τις περιοχές των ιχθυοκαλλιεργειών καταγγέλλουν ρύπανση, υποβάθμιση οικοσυστημάτων και απειλές για βασικούς τομείς όπως ο τουρισμός.
Η Ελλάδα έχει πρόσφατα διακριθεί για τη συμβολή της στην προστασία των θαλασσών, όπως η απαγόρευση της μηχανότρατας σε περιοχές Natura από το 2024. Το 2024, έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που απαγόρευσε την αλιεία με μηχανότρατα βυθού σε Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές (ΘΠΠ) και φέτος αναμένεται να ανακοινώσει περαιτέρω μέτρα προστασίας των ωκεανών στο Παγκόσμιο Συνέδριο για τους Ωκεανούς του ΟΗΕ.
Η Amelia Cookson, εκπρόσωπος της Foodrise, δήλωσε: «Η εξορυκτική ιχθυοκαλλιέργεια κατακλύζει τη Μεσόγειο από την Τουρκία ως τις Κανάριες Νήσους. Ως ο μεγαλύτερος παραγωγός εκτρεφόμενης τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ, η Ελλάδα βιώνει περιβαλλοντική καταστροφή και ζημιά σε βασικούς οικονομικούς τομείς όπως η αλιεία και ο τουρισμός, από αυτή τη βαθιά ανεύθυνη βιομηχανία που θέτει το κέρδος πάνω απ’ όλα. Η Ελλάδα δικαίως έχει επαινεθεί για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην προστασία των θαλασσών. Όμως, καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να μην υπονομεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, επιτρέποντας την κυριαρχία της εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας».
Το συνέδριο της Νίκαιας δεν είχε χαρακτήρα καταγγελίας, αλλά αποκάλυψης. Το μοντέλο που παρουσιάζεται ως λύση αποδεικνύεται κομμάτι του προβλήματος. Πίσω από κάθε μερίδα λαβρακιού ή τσιπούρας, υπάρχει ένα σύστημα που στερεί τροφή από εκείνους που την έχουν ανάγκη περισσότερο. Κι όπως αποδείχθηκε, η ερώτηση δεν είναι πλέον αν μπορούμε να εκτρέφουμε ψάρια πιο αποδοτικά. Είναι αν μπορούμε να θρέψουμε τον κόσμο, χωρίς να ξεριζώνουμε τη ζωή από τις θάλασσές του.