
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Αλέκος Παναγούλης | Τύπος της εποχής
«Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» είχε πει ο αγωνιστής της Αλέκος Παναγούλης που προσπάθησε να δολοφονήσει τον αρχιπραξικοπηματία Γεώργιο Παπαδόπουλο ο οποίος γλίτωσε από καθαρή τύχη.
Για πολλούς ο Αλέκος Παναγούλης θεωρείται ο τραγικότερος ήρωας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Προσπάθησε να σκοτώσει έναν δικτάτορα, πάλεψε ενάντια σε ένα δικτατορικό καθεστώς και όταν η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε εκείνος συνέχισε να αγωνίζεται προκειμένου αυτή η «αποκατάσταση» να είναι ουσιαστική και όχι μόνο… τυπική.
Και κάπου εκεί ξεκινάει ένα μυστήριο το οποίο παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα. Ο Παναγούλης είχε στα χέρια του ένα μεγάλο μέρος του αρχείου της ΕΣΑ και θα αποκάλυπτε σχέσεις πολιτικών με τους χουντικούς.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν αυτό που ισχυριζόταν ο Παναγούλης ήταν αλήθεια. Λίγο πριν κάνει αυτές τις αποκαλύψεις σκοτώθηκε σε ένα μυστηριώδες τροχαίο δυστύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
«Θέλω να νικήσω, αφού δεν μπορώ να νικηθώ»
Στις 2 Ιουλίου 1939 γεννήθηκε στη Γλυφάδα το δεύτερο παιδί του αξιωματικού του στρατού Βασίλη Παναγούλη και της Αθηνάς Κακαβούλη. Στην κατοχή η οικογένεια του έφυγε για τη Λευκάδα απ΄ όπου καταγόταν η μητέρα του Αλέξανδρου Παναγούλη.
Όταν επέστρεψαν ο Αλέξανδρος είχε γίνει, πλέον, Αλέκος με διάθεση να εμπλακεί στα κοινά. Ως φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου αναδείχθηκε ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος. Ήταν μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΝΕΚ (της νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου) και ιδρυτικό στέλεχος της μετεξέλιξης της σε ΕΔΗΝ.
Ένα μήνα μετά την επιβολή της δικτατορίας λιποτάκτησε και πέρασε στην παρανομία.
Τον ακολούθησε τον Αύγουστο και ο αδελφός του Γεώργιος Παναγούλης, υπολοχαγός των ΛΟΚ, ο οποίος κατέφυγε στο Ισραήλ, συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα, αλλά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στην Ελλάδα με πλοίο, χάθηκαν τα ίχνη του και από τότε θεωρείται αγνοούμενος αν και είναι δεδομένο πως εξοντώθηκε από όργανα της χούντας.
Ο Παναγούλης ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση». Επιπλέον, ήταν ο επικεφαλής του «Λαϊκού Αντιστασιακού Οργανισμού Σαμποτάζ (του ΛΑΟΣ), που ήταν η πιο δυναμική ομάδα της οργάνωσης.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου ο Παναγούλης συνελήφθη και βασανίστηκε απάνθρωπα στα κολαστήρια της ΕΣΑ. Άντεξε και δεν πρόδωσε κανέναν από τους συνεργάτες του.
Τα όσα βίωσε ο Αλέκος Παναγούλης μετά τη σύλληψη του είναι, μάλλον εύκολο να τα αντιληφθεί κανείς. Ο ίδιος, ωστόσο, δε λύγισε για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν γιατί δεν ήθελε να δώσει αυτή την ικανοποίηση στους εχθρούς του. Δεν ήθελε να νομίζουν ότι μπορεί να τον «σπάσουν».
Ο Παναγούλης ένιωθε και ίσως να ήταν άτρωτος. Ότι και να του έκαναν. Οι χειροπέδες δεν έβγαιναν σχεδόν από τα χέρια του αλλά εκείνος πάλευε. Ο Παναγούλης δεν ήταν ελέγξιμος. Εκεί που περίμεναν πως θα ομολογήσει, εκείνος γελούσε μαζί τους.
Εκεί που περίμεναν πως θα καταδώσει τους συνεργάτες του, εκείνος τους έβριζε. Όπως τότε που ο «αόρατος δικτάτωρ» Δημήτριος Ιωαννίδης εκνευρίστηκε επειδή ο Παναγούλης γελούσε (αντί να κλαίει) και τους έβριζε (αντί να ομολογεί): «Εγώ ο ίδιος θα σε τουφεκίσω» του είπε εξοργισμένος ο Ιωαννίδης και του τράβηξε με δύναμη το μουστάκι.
Μετά, θυμωμένος, στράφηκε στον διαβόητο βασανιστή της χούντας Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο και του είπε: «Δε θα μιλήσει. Είναι η μία περίπτωση στο εκατομμύριο».
Η απολογία του στο Στρατοδικείο εξακολουθεί και παραμείνει μνημείο αντίστασης. «Θα ανατραπεί η κατάστασις. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Άλλοι έρχονται μετά από μας. Θα ανατραπεί η κατάστασις δια της βίας. Άλλη οδός δεν υπάρχει».
Στις 17 Νοεμβρίου 1968 καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε εξαιτίας της κινητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης που «στρίμωξε» επικοινωνιακά το καθεστώς. Παρέμεινε, ωστόσο, για πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, στον Άγιο Στέφανο. Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973 στο πλαίσιο της γενικής αμνηστίας και αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία που έμεινε μαζί με τη σύντροφό και βιογράφο του, Οριάνα Φαλάτσι.
Στις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης εκλέχθηκε βουλευτής στη Β’ Αθηνών με το κόμμα τής Ενώσεως Κέντρου – Νέων Δυνάμεων (ΕΚΝΔ), διάδοχο σχήμα της προδικτατορικής Ενώσεως Κέντρου.
Το μυστηριώδες τροχαίο δυστύχημα
Ήταν μία ημέρα σαν σήμερα. Ξημέρωνε η Πρωτομαγιά του 1976. Ο Αλέκος Παναγούλης οδηγεί το πράσινο Fiat Mirafiori που του είχε κάνει δώρο η Φαλάτσι. Οι λιγοστοί αυτόπτες μάρτυρες, είπαν στην αστυνομία πως ο Παναγούλης είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα.
Δίπλα του (με την ίδια ταχύτητα) έτρεχαν δύο ακόμα αυτοκίνητα. Σα να έκαναν κόντρες ή σαν το ένα όχημα να κυνηγούσε το άλλο. Σε κάθε περίπτωση, κάποια στιγμή ο Αλέκος Παναγούλης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και «καρφώθηκε» στην είσοδο ενός υπόγειου καταστήματος επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Λίγες στιγμές αργότερα και πριν του προσφερθεί η οποιαδήποτε βοήθεια, ο Παναγούλης ξεψύχησε.
Σοκαρισμένη η ελληνική κοινωνία, ξύπνησε εκείνη την Πρωτομαγιά μαθαίνοντας πως ο Παναγούλης ήταν νεκρός. Οι περισσότεροι μίλησαν για δολοφονία και συνέδεσαν το τραγικό γεγονός με τις αποκαλύψεις που είχε ξεκινήσει να κάνει ο Παναγούλης για τις σχέσεις πολιτικών με το δικτατορικό καθεστώς.
Ο Παναγούλης είχε στην κατοχή του ένα μέρος των αρχείων της ΕΣΑ. Είχε συνάψει σχέση με τη γυναίκα του βασανιστή της Χούντας Νίκου Χατζησήση προκειμένου να παίρνει από αυτή τα αρχεία που ήξερε ότι είχε στην κατοχή της! Μέσα σε αυτά είχε βρει αποδείξεις πως ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου (του κόμματος στο οποίο άνηκε και ο ίδιος) Δημήτρης Τσάτσος είχε άμεσες σχέσεις με τους χουντικούς. Η κίνηση αυτή προκάλεσε κρίση στο εσωτερικό του κόμματος και ο Παναγούλης ανεξαρτητοποιήθηκε.
Στις 19 Απριλίου δημοσίευσε ένα μέρος του αρχείου και προκάλεσε νέο σάλο. Υποσχέθηκε, μάλιστα, πως αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο στρατιωτικός εισαγγελέας Μιχάλης Ζούβελος, έδωσε εντολή να σταματήσουν οι δημοσιεύσεις καθώς ήθελε να ελεγχθεί εάν τα αρχεία ήταν έγκυρα ή όχι.
Ο Παναγούλης, ωστόσο, δεν πτοήθηκε και είπε πως αφού δεν τον αφήνουν να δημοσιεύσει στον Τύπο τα αρχεία αυτά, θα τα φέρει στη Βουλή όπου δεν μπορεί να τον εμποδίσει κανείς. Τελικά, δεν πρόλαβε αφού στο μεταξύ είχε σκοτωθεί στο τροχαίο στη Βουλιαγμένης!
Ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς που ερευνούσε την υπόθεση έκανε λόγο για ένα περίεργο τροχαίο. «Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».
Δύο ημέρες αργότερα εμφανίστηκε στην αστυνομία ο 31χρονος βιοτέχνης Μιχάλης Στέφας ο οποίος είπε πως αυτός προκάλεσε – αλλά χωρίς δόλο – το τροχαίο όταν φρενάρισε απότομα. Λίγοι, όμως, ήταν αυτοί που τον πίστεψαν.
Λίγες ώρες μετά το τροχαίο δυστύχημα και το θάνατο του Παναγούλη, έφτασε στην Αθήνα η Οριάνα Φαλάτσι η οποία συντετριμμένη αρνήθηκε να πιστέψει στην εκδοχή του «τυχαίου». Στο βιβλίο της «Ένας Άντρας» το οποίο αφιέρωσε στη μνήμη του Παναγούλη έγραψε:
«Ήταν το ίδιο σαν να ήθελα να ζεστάνω ένα μαρμάρινο άγαλμα με το σχήμα, τα χαρακτηριστικά και τη θύμηση αυτού που ήσουν ως πριν από δεκαεφτά ώρες, και μια ανίσχυρη οργή με διαπέρασε, μια βεβαιότητα με τη γεύση του μίσους: δεν σε είχαν σκοτώσει τυχαία, δεν σε είχαν σκοτώσει από λάθος, σε είχαν σκοτώσει για να μην τους ενοχλείς πια».
Η κηδεία του Παναγούλη έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών στις 5 Μαΐου και γρήγορα μετατράπηκε σε μία οργισμένη διαδήλωση όπου οι χιλιάδες συγκεντρωμένοι φώναζαν συνθήματα όπως «Ζει», «Αβέρωφ φασίστα παραιτήσου», «Έξω η CIA», «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι», «Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται, νικά».
Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Παναγούλη, το δικαστήριο αποφάσισε πως ήταν τροχαίο δυστύχημα και καταδίκασε τον Στέφα σε φυλάκιση 11 μηνών και πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η ποινή του εξαγοράστηκε προς 150 δραχμές η κάθε ημέρα και αφέθηκε ελεύθερος.
«Υποτιμώ τη νοημοσύνη ολόκληρης της υφηλίου, αν καταθέσω σε αυτό το δικαστήριο ότι ο γιος μου υπήρξε θύμα τροχαίου. Ήταν δολοφονία. Διέπραξαν ένα καθ’ όλα τέλειο έγκλημα», είχε πει η Αθηνά Παναγούλη.
Η μαρτυρία του Γιώργου Μαργαρίτη
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες του τροχαίου δυστυχήματος ήταν ο Γιώργος Μαργαρίτης!
Την εποχή εκείνη ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής ήταν βυθισμένος στον τζόγο. Όπως ο ίδιος έχει πει είχε διάφορες «καβάτζες» στις οποίες άφηνε λεφτά προκειμένου να τα παίρνει όταν έχανε στον τζόγο όσα έχει πάνω του. Μια από αυτές τις «καβάτζες» βρισκόταν κοντά στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
«Είχα σχολάσει το πρωί από το μαγαζί και όπως κάθε ημέρα έπαιρνα ένα ταξί και πήγαινα να… βγάλω τον καημό μου. Στην Ομόνοια. Έτσι και εκείνο το πρωινό. Πήρα το ταξί από τη Γλυφάδα και κατεβαίνω. Παίρνω την Ηλιουπόλεως, έχει ένα παρκάκι εκεί, κοιτάζω αριστερά που είχα την καβάτζα, είδα κάποιους ανθρώπους μαζεμένους, δίπλα στην καβάτζα και είχε και χωροφυλακή και λέω του ταξιτζή κάνε μια στάση εδώ. Περνάω απέναντι από την Ηλιουπόλεως και πάω στη Βουλιαγμένης.
» Και κοιτάζω και βλέπω ένα αμάξι, σε μια ράμπα, χωμένο μέσα και ρωτάω – εγώ δεν ήμουν γνωστός τότε – τους χωροφύλακες: ”τι είναι ρε παιδιά; ποιος είναι; πώς έγινε” και μου λέει ένας ”άντε ρε φύγε από εδώ ακόμα δεν ξέρουμε εμείς ποιος είναι, εσύ θες να το μάθεις;”. Πραγματικά, έφυγα, δεν πήγα ούτε στην καβάτζα εγώ. Ήμουν στους δέκα πρώτους. Την άλλη μέρα έμαθα από τα ραδιόφωνα και εφημερίδες πως αυτός ήταν ο Αλέκος ο Παναγούλης. Αυτό ήταν φόνος κανονικός. Είδα πως ήταν το αυτοκίνητο… Αφού η Βουλιαγμένης πάει ευθεία, πώς είναι δυνατόν να στρίψει έτσι και να πέσει στη ράμπα;» είχε πει ο Γιώργος Μαργαρίτης σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη δημοσιογράφο Δώρα Αναγνωστοπούλου.