
Eurokinissi
«Το μοναδικό που ήξερα ήταν ότι θα είναι καλύτερα οικονομικά».
Μπορεί η σεζόν για πολλούς εργαζόμενους να αποτελεί μονόδρομο, ωστόσο πίσω από αυτή τη λέξη κρύβονται εξαντλητικά ωράρια, μισθοί πείνας, αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία, άθλιες συνθήκες διαμονής σε σπίτια-κοντέινερ ή αποθήκες, υψηλές θερμοκρασίες και απάνθρωπες συνθήκες. Αυτή η κανονικότητα, έχει αρχίσει να λειτουργεί απωθητικά για πολλούς σεζονίστες που κατευθύνονται κάθε άνοιξη σε τουριστικά νησιά, προκειμένου να καταφέρουν να βγάλουν έναν ικανοποιητικό μισθό σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Έτσι συνέβη και στην περίπτωση του 33χρονου Ορέστη. Η πρώτη του εμπειρία στην Αμοργό ως μάγειρας, έφερε μαζί και τη συνειδητοποίηση πως τα ελάχιστα χρήματα που έπαιρνε δεν ήταν αρκετά για να υπομείνει την πίεση που δεχόταν στην κουζίνα, τη στιγμή που δούλευε επτά μέρες την εβδομάδα, χωρίς κανένα ρεπό.
Αυτή ήταν και η αρχή μιας διαδρομής που θα τον οδηγούσε τελικά σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό στα ανατολικά της Ισλανδίας. Εκεί, ανάμεσα στα φιόρδ, γνώρισε μια διαφορετική πλευρά της εποχικής εργασίας. Περισσότερα χρήματα, καλύτερη οργάνωση, αλλά και μια επίσης σκληρή καθημερινότητα — 12ωρες βάρδιες, απομόνωση, συνεχείς αλλαγές στο προσωπικό και πολιτισμικά χάσματα.
Η Ισλανδία προσφέρει ευκαιρίες. Όμως και αυτές δεν έρχονται χωρίς κόστος. Και όλο και περισσότεροι νέοι το γνωρίζουν, καθώς τα τελευταία χρόνια η χώρα του Βορρά έχει γίνει εναλλακτικός προορισμός για όσους αναζητούν μια πιο δίκαιη —αλλά όχι απαραίτητα πιο εύκολη— επαγγελματική ζωή.
Η ιστορία του όπως την αφηγήθηκε στο Reader
«Με τη μαγειρική ξεκίνησα να ασχολούμαι τα τελευταία 4-5 χρόνια. Το πρώτο καλοκαίρι είχα πάει σεζόν στην Αμοργό, ως πρακτικάριος τότε. Ήταν το χειρότερο καλοκαίρι μου επαγγελματικά, διότι ενώ δούλευα οκτάωρη πρωινή βάρδια, επτά ημέρες την εβδομάδα, στην ουσία έπαιρνα μόλις 350 ευρώ και τα υπόλοιπα μαύρα -συνολικά να έβγαιναν γύρω στα 700. Και όλα αυτά τη στιγμή που το μαγαζί είχε πάρα πολλή δουλειά και δεν προλαβαίναμε να πάρουμε ανάσα.
Αυτή ήταν η πρώτη μου πολύ κακή εμπειρία, καθώς πιο πριν δεν είχα ιδέα πώς λειτουργούν οι επαγγελματικές κουζίνες και ιδίως σε νησιά. Την υπόλοιπη χρονιά δούλευα σε ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, όμως δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν αξίζει να δουλεύεις στην εστίαση στην Ελλάδα.
Κάποια στιγμή, είχα πάει εκδρομή στη βόρεια Ισπανία όπου έμενε και εργαζόταν ένας φίλος μου. Ήταν μια περίοδος που εξέταζα τις επιλογές μου, επειδή ακριβώς δεν ήθελα να μείνω στην Ελλάδα. Στη Βιτόρια έμεινα περίπου για πέντε μήνες, τρεις εκ των οποίων δούλεψα στην εστίαση. Ωστόσο μετά από συνεχείς κωλυσιεργίες και έναν εργοδότη που με πλήρωνε με μαύρα και αργούσε να μου κάνει σύμβαση, αποφάσισα να την εγκαταλείψω.
Είχα φτάσει σε ένα σημείο που δεν ήξερα που να κατευθυνθώ. Μέχρι που ήρθε στη ζωή μου η Ισλανδία. Άρχισα να ακούω από διάφορους γνωστούς μου και άτομα του κύκλου μου, ότι πήγαιναν για σεζόν εκεί. Αν και δεν είχα πολλή γνώση περί Ισλανδίας και είχα άγνοια κινδύνου για το τι συνεπάγεται η σεζόν σε ένα τόσο μακρινό και διαφορετικό μέρος, πολύ γρήγορα αποφάσισα να το δοκιμάσω και ό,τι γίνει».
«Το μοναδικό πράγμα που ήξερα ήταν πως σίγουρα θα είναι καλύτερα οικονομικά. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο και ίσως το μοναδικό μου κίνητρο. Έμαθα για μια εφαρμογή μέσω της οποίας οι ντόπιοι ανεβάζουν αγγελίες για εργασία και τελικά μετά από καιρό βρήκα την πρώτη μου δουλειά -όπου έμεινα για λίγο- σε ένα υπερπολυτελές lodge στα βόρεια, σε μια κοιλάδα στη μέση του πουθενά. Σκέψου πως το φθηνότερο δωμάτιο εκεί κόστιζε 4.000 δολάρια. Βέβαια αυτό δεν συνεπάγεται ότι και οι μισθοί του προσωπικού είναι ανάλογοι, ωστόσο είχε πολύ καλύτερα tips – μπορεί να έφτανε και στο χιλιάρικο το καλοκαίρι.
Προφανώς υπάρχει χειμερινή σεζόν, αλλά το πικ της χώρας και η μεγαλύτερη τουριστική απόβαση γίνεται τα καλοκαίρια. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει όλη την ημέρα φως και καλύτερες καιρικές συνθήκες. Τις καλές μέρες που θα έχει ήλιο μπορεί να πετύχεις ακόμα και 20 βαθμούς. Στην Ισλανδία η σεζόν κρατάει από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Τον χειμώνα ίσως έχει λιγότερο κόσμο και μικρότερες απαιτήσεις, οπότε μπορεί να δουλεύεις λίγοτερες ώρες αλλά να μη βγαίνουν τα λεφτά. Αν επιλέξεις να κάνεις βραδινή δουλειά σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ, μπορεί να παίρνεις ίδια λεφτά γιατί υπάρχει προσαύξηση για τις βραδινές δουλειές. Οπότε το οικονομικό δεν έχει να κάνει με τη σεζόν απαραίτητα.
Εγώ πηγαίνω για σεζόν σε ένα χωριό 650 κατοίκων που λέγεται Seyðisfjordur (=Σέιντισφιόρδουρ), το οποίο είναι στα ανατολικά, δίπλα σε μία πόλη 2.500 κατοίκων που ονομάζεται Egilsstaðir (= Έγκιλσταντίρ) και είναι η «πρωτεύουσα» της αναλοτικής Ισλανδίας. Το χωριό αυτό είναι λιμάνι που περνάει το μοναδικό ferry boat που ενώνει Ισλανδία με Ευρώπη και – σχεδόν καθημερινά – έρχονται και κρουαζιερόπλοια από την Αμερική, που μπορεί να έχουν από 500 μέχρι 3.000 άτομα.
Οι Ισλανδοί δεν δουλεύουν στην εστίαση, δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή είναι λίγοι σε πληθυσμό ή επειδή απλά δεν θέλουν. Οπότε έχουν μεγάλη ανάγκη από εργατικό δυναμικό και σε όλες τις επιχειρήσεις εστίασης, εργάζονται μετανάστες. Μετά τους Ισλανδούς, ο δεύτερος μεγαλύτερος πληθυσμιακά λαός είναι οι Πολωνοί και οι Τσεχοσλοβάκοι.
Στην εστίαση -και ειδικότερα στις κουζίνες- εφαρμόζεται ένα πολύ διαφορετικό σύστημα δουλειάς το οποίο ονομάζεται 2-2-3 όπου στην ουσία δουλεύεις τη μία εβδομάδα 5/7 μέρες και την επόμενη 2/7. Αν για παράδειγμα την πρώτη εβδομάδα έχεις ρεπό Τετάρτη – Πέμπτη και δουλέψεις τις υπόλοιπες μέρες, την επόμενη θα δουλέψεις μόνο Τετάρτη – Πέμπτη και τις υπόλοιπες θα είσαι off. Ακόμα και στο σέρβις δουλεύουν 4-5 μέρες και παίρνουν κανονικά τα ρεπό τους, δεν δουλεύουν 7/7 όπως συμβαίνει στα ελληνικά νησιά.
Οι βάρδιες είναι 12ωρες, ώστε να βγαίνει συνολικά κοντά στις 175-180 ώρες και να καλύπτει ένα full-time. Το δικό μου συμβόλαιο ήταν στις 195 ώρες οπότε συμπληρώναμε ακόμα και 13ωρα στις βάρδιες.
Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα, μια απλή θέση μάγειρα μπορεί να την πληρώνουν μέχρι 1500 ευρώ για 7/ 7 την εβδομάδα και 11ωρες βάρδιες. Ο μισθός στην Ισλανδία διαφέρει. Όταν υπογράφεις συμβόλαιο, ανήκεις απευθείας στο Σωματείο. Και στο Ρέικιαβικ το σωματείο στην εστίαση είναι αρκετά δυνατό και είχε απαιτήσει να αυξηθεί το ωρομίσθιο στις δουλειές εστίασης στην περιοχή της πρωτεύουσας, επειδή έχει υψηλότερο κόστος ζωής.
Οπότε εκεί βγαίνει 16-17 ευρώ η ώρα. Επίσης άμα δουλεύεις μετά τις 5 το απόγευμα παίρνεις κατευθείαν συν 33%, τα Σαββατοκύριακα παίρνεις συν 45%, ενώ μετά τις 11-12 το βράδυ πάλι παίρνεις προσαυξήσεις. Εγώ είχα φιξ συμβόλαιο. Ενώ δούλευα κάθε δύο Σαββατοκύριακα, δούλευα βραδινά και υπερωρίες, έπαιρνα μια συγκεκριμένη αμοιβή.
Το αρνητικό είναι ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα, εκεί δεν σου πληρώνουν τη διαμονή. Στο χωριό μάς παρείχαν κάτι δωμάτια σε σπίτια προσωπικού με κοινόχρηστα μπάνια και κουζίνες, για τα οποία πληρώναμε από 250 – 450 ευρώ».
«Όσον αφορά τα tips, δεν είναι κάτι που συνηθίζεται, διότι υπάρχε μια φήμη ότι λένε στους τουρίστες στα κρουαζιερόπλοια να μην μας αφήνουν tips γιατί και καλά περιλαμβάνονται στους μισθούς μας ή επειδή είναι υψηλοί οι μισθοί. Οι Αμερικάνοι μπορεί να αφήσουν κάτι αλλά είναι πολύ λίγα. Μάλιστα, πολλές επιχειρήσεις παίρνουν τα tips και τα κάνουν staff party και διάφορα event, χωρίς φυσικά να ρωτήσουν το προσωπικό. Όπως και να έχει, δεν μπορείς να βασίζεσαι στα tips στην Ισλανδία.
Την πρώτη χρονιά που ήταν όλα πολύ καινούργια και ανακάλυπτα καινούργια πράγματα, όλα ήταν λίγο πιο μαγικά, ακόμα και η φύση επειδή είναι τρομερή κάπως μου αρκούσε για να περνάω όμορφα και να αλλάζω παραστάσεις.
Γνωρίζεις κόσμο, κοινωνικοποιείσαι λίγο και με τους καινούργιους συναδέλφους, οπότε δεν έζησα τόσο αυτή τη μοναξιά. Σίγουρα μου έλειπε το καλοκαίρι στην Ελλάδα, γιατί ήταν και πρώτο καλοκαίρι μετά από καιρό που έλειπα και έβλεπα stories και φωτογραφίες από φίλους που έκαναν μπάνια στην Αμοργό και εγώ καθόμουν στους 0 βαθμούς και δούλευα 12ωρα.
Βέβαια την πρώτη χρονιά είχα και μια ελληνική παρέα, οπότε ήταν λίγο πιο οικείο για μένα γιατί είμαστε στην ίδια φάση σαν άνθρωποι οπότε ταιριάξαμε. Το δεύτερο καλοκαίρι σεζόν, πέρυσι δηλαδή, ήταν όλα πιο δύσκολα διότι δεν υπήρχε αυτή η παρέα. Βίωσα σίγουρα περισσότερη μοναξιά, ενώ υπήρχε κορεσμός με τα άτομα, οπότε ήταν σαν να ζούμε το ίδιο πράγμα με λιγότερη όρεξη και ενθουσιασμό.
Το σημαντικότερο είναι ότι ο κόσμος κάπως αρχίζει να αντιλαμβάνει ότι μπορεί να βγάλει πολύ περισσότερα λεφτά για τους ίδιους μήνες και ίσως λίγο καλύτερες συνθήκες. Στην Ισλανδία έχει αυξηθεί πάρα πολύ ο ελληνικός πληθυσμός που πηγαίνει -και δεν μιλάω μόνο για σεζόν το καλοκαίρι- υπάρχει κόσμος μου που πηγαίνει μόνιμα και μένει στο Ρέικιαβικ.
Φέτος είναι η τρίτη χρονιά που θα πάω για καλοκαιρινή σεζόν Ισλανδία. Αν και σκεφτόμουν να πήγαινα νωρίτερα το χειμώνα για να κάνω διακοπές στην Ελλάδα, τελικά προέκυψε μια συνθήκη δουλειάς που δεν την περίμενα, και κάπως με έπεισε να πάω πάλι».