Ο Γιάννης Μπέζος έχει μία καλή ιδέα για το Εκείνες κι Εγώ
Liquid Creative Media


Το «στοίχημα ρυθμού» της σειράς, η έλλειψη «ελληνικότητας» και μια ιδέα για το επόμενο ριμέικ!

To 1996, η ελληνική τηλεοπτική κωμωδία βρισκόταν ίσως, σε μια μικρή κάμψη. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια από το φινάλε των Απαράδεκτων και η τηλεοπτική επικαιρότητα επικεντρωνόταν κυρίως στις περιπέτειες του Σάκη του Υδραυλικού στο «Λαβ Σόρι», στην Παρθενία και τους φίλους της στο «Εμείς κι Εμείς», αλλά και στις μεγάλες, ακριβές, δραματικές σειρές, όπως η «Πρόβα Νυφικού» και τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά».

Εκείνη την εποχή, ο Γιάννης Μπέζος είχε αφήσει πίσω του την κωμική σειρά «Της Ελλάδος τα Παιδιά», της οποίας ο δεύτερος κύκλος δεν είχε κάνει το ίδιο μεγάλη επιτυχία με τον πρώτο.

Ο έμπειρος ηθοποιός είχε μια ιδέα για κάτι λίγο διαφορετικό. Μια αναδρομή στον χρόνο, για την αναβίωση στο σήμερα, ενός θρυλικού ήρωας της ασπρόμαυρης (μα γεμάτης καρδιά και γέλιο) τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ. Το όνομα του, Ζάχος Δόγκανος.

Ο Δόγγανος ήταν δημιούργημα του θεατρικού συγγραφέα Κώστα Πρετεντέρη: Ήταν αιώνια ανύπαντρος, κομψός, γλεντζές και με σχεδόν παθολογική αγάπη για τις γυναίκες.  Αιώνια αρραβωνιαστικιά του Ζάχου Δόγγαvoυ, είναι η Ελένη, που κάνει υπομονή, δέχεται όλες τις τρέλες του και περιμένει τη στιγμή που θα «φρονιμέψει» επιτέλους.

mpezos vs kostantaras {ekeines k ego}

Στο πλευρό του Ζάχου είναι καταρχήν η πανέξυπνη υπηρέτρια Δεβόρα (Νίκη Σερέτη) και ύστερα οι φίλοι του, δηλαδή ο Ιάσονας Παπαπέτρου (Πάνος Χατζηκουτσέλης, R.I.P), και ο Δημήτρης Μαρίκος (Τάσος Κωστής), αλλά και η Λιλή, η ανιψιά του (Βαλέρια Κουρούπη) και ο Πετράκης (Σωτήρης Σκαντζίκας).

Στο δεύτερο κύκλο της σειράς, εμφανίζεται και η θεία του Ζάχου, η Ορτανσία, μαζί με τον πιστό της υπηρέτη, τον Ιούλιο. 

O Γιάννης Μπέζος για τον Δόγκανο

Το «Εκείνες κι Εγώ» ήταν γεμάτο από κωμικές παρεξηγήσεις, από μουσικές παρεμβολές με υπέροχες λαϊκές ερμηνείες από τον Γιάννη Μπέζο και φυσικά, ένα σωρό ατάκες έχουν γράψει ιστορία. Ζητήσαμε από τον ίδιο τον Γιάννη Μπέζο να μας βάλει μέσα στην εποχή της δημιουργίας αυτής της σειράς.

Πώς ανακαλύπτετε το «Εκείνες κι Εγώ»;

«Ήταν μια σειρά που παιζόταν τη δεκαετία του `70, στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων, στην ΥΕΝΕΔ, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Πρόπλασμα της βέβαια, υπήρξε μια ελληνική ταινία, λίγο παλαιότερη, το “Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια”, με πρωταγωνιστή επίσης, τον Κωνσταντάρα.

Ο χαρακτήρας αυτός (Δόγγανος) σε μια πρώτη εκδοχή, γεννήθηκε τότε και έπειτα, επάνω του, πλάστηκε η τηλεοπτική σειρά. Μετά από χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του `90, η χήρα του Πρετεντέρη, η κυρία Άννα Πρετεντέρη, μου εξεδήλωσε ενδιαφέρον, ώστε να φέρω τον χαρακτήρα του Δόγγανου σε μια σύγχρονη τηλεοπτική σειρά. Πέρασαν λίγα χρόνια και καταφέραμε να το κάνουμε τελικά. Η σειρά βγήκε από τον ΑΝΤ1, καθώς η Άννα εργαζόταν στην παραγωγή του καναλιού».

Παρατηρούμε πάντως και το όνομα της Ελβίρας Ράλλη στην παραγωγή (κόρη της Φρόσως Ράλλη, παραγωγού των «Απαράδεκτων»)…

«Ναι, θα σας πω γιατί συνέβη αυτό. Στο ξεκίνημα της παραγωγής της σειράς είχαμε ένα πρόβλημα. Τα κείμενα που είχαμε στη διάθεση μας ήταν για επεισόδια των 25 λεπτών. Εμείς όμως θέλαμε να φτιάξουμε επεισόδια 40λεπτα. Εκεί επενέβη η Ελβίρα Ράλλη, η οποία είχε ιδρύσει μαζί με τον Γιώργο Ράλλη την εταιρεία ΑΣΤΗΡ TV, αργότερα γνωστή ως Studio ATA»

Ποιο ήταν το κίνητρο να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη παραγωγή, ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης

«Όντως, σε αυτή τη σειρά καταπιάστηκα με την ερμηνεία του ρόλου του Δόγγανου και έκανα και σκηνοθεσία και μια πολύ μικρή ανανέωση σε κάποια σενάρια, αν και το κείμενο που είχαμε στα χέρια μας ήταν πάρα πολύ δυνατό. Λοιπόν αυτό το κείμενο, του Πρετεντέρη, είχε μια βασική διαφορά σε σχέση με όσα έγραφαν οι άλλοι συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Σακελλάριος, ο Τσιφόρος, ο Τζαβέλλας. Δεν έχει τόσο μεγάλη ελληνικότητα, αν μπορώ να το πω έτσι. τα θέματα του “ανοίγουν” λιγάκι».

Δεν περιγράφουν αυστηρά ελληνικές συμπεριφορές…

«Ακριβώς! Δεν είναι όπως κάποιες ηθογραφίες του Σακελλάριου, του Τσιφόρου, είναι ένας πιο ευρωπαϊκός λόγος. Δεν το λέμε φυσικά ως κάτι καλό ή κακό, αλλά ως μια πραγματικότητα. Με πιο απλά λόγια, ο Δόγγανος θα μπορούσε άνετα να είναι Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός. Αυτό λοιπόν μου κίνησε την προσοχή στο “Εκείνες κι Εγώ” και φυσικά ο ρόλος του Δόγγανου και το κείμενο συνολικά, που ήταν πάρα, πάρα πολύ αστεία».

Εκείνες κι εγώ (6) Η δουλειά θέλει κυνήγι

Είναι μια κωμωδία που δεν στέκεται μόνο στις σχέσεις ανδρών-γυναικών, αλλά υμνεί και την ανδρική φιλία

«Ναι, αλλα αυτό που λέτε συνέβη μάλλον παραπληρωματικά. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι Μολιερικοί τύποι, όλοι οι συγγραφείς εκείνης της εποχής άλλωστε είχαν επιρροές από τον Μολιέρο. Πρόκειται για χαρακτήρες που ξενυχτάνε, φλερτάρουν, κάνουν ένα σωρό υπερβολές και την ίδια στιγμή μας είναι πάρα πολύ συμπαθείς. Μέσα στην υπερβολή τους μπορούμε να τους καταλάβουμε. Και δεν έχει κανένα η νόημα η κωμωδία όταν ο πρωταγωνιστής, όσο αρνητικός κι αν είναι, δεν είναι συμπαθής στο κοινό. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε και πιστεύω πως το πετύχαμε».

Είχατε κι ένα εξαιρετικό καστ, όπως τον Πάνο Χατζηκουτσέλη

«…τον Τάσο Κωστή, την Λουκία Πιστιόλα, τη Νίκη Σερέτη, όλοι τους εξαίρετοι ηθοποιοί. Η διανομή ήταν ευθύνη δική μου. Εγώ γενικά, στις σειρές που έχω κάνει, έχω όλη την ευθύνη, το παίρνω όλο πάνω μου, διότι στην τηλεόραση και κυρίως στην κωμωδία, δεν γίνεται αλλιώς. Η τηλεόραση θέλει την πνοή του ενός».

Χρειάστηκε να αλλάξετε πράγματα στην πορεία αυτού του ριμέικ; 

«Πολύ λίγα πράγματα, κυρίως το ρυθμό. Ξέρετε, η κωμωδία, κυρίως η τηλεοπτική κωμωδία, είναι ένα στοίχημα ρυθμού. Η τηλεόραση είναι ένα κουτί, μια συσκευή μέσα στο σπίτι μας, δεν έχει σχέση με το σινεμά ή το θέατρο και θέλει ένα ειδικό ρυθμό, ώστε να παραμείνει ο θεατής μπροστά στο αποτέλεσμα και να μην αλλάξει κανάλι. Προσπαθήσαμε να βελτιώσουμε το ρυθμό της κωμωδίας, χωρίς να δημιουργήσουμε κακογουστιές και ανόητα πράγματα.

Και δημιουργήσατε ένα διονυσιακό κλίμα στη σειρά, στην οποία σας είδαμε και ως τραγουδιστή

«Αυτά ήταν κυρίως συμπληρωματικά πράγματα και προέκυψαν κυρίως από τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Πρετεντέρη, ο οποίος πήγαινε στα λαϊκά κέντρα και του άρεσε να φέρνει λαϊκούς τραγουδιστές στα επεισόδια που έγραφε. Το κάναμε κι εμείς, τραγούδησα κι εγώ κάποιες φορές, έβαλα και τον Χατζηκουτσέλη και τους υπόλοιπους και βγήκε τελικά, ένα όμορφο αποτέλεσμα»

Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, πως αξιολογείτε το «Εκείνες κι Εγώ»;

«Κοιτάξτε, αυτή η σειρά δεν έχει χρόνο, δεν εξαρτάται από την επικαιρότητα, μπορεί να τη δει κανείς όποτε θέλει. Αυτό συνδέεται με όσα είπαμε για τους μολιερικούς χαρακτήρες του Πρετεντέρη, ότι δηλαδή, η σειρά θα μπορούσε να ξαναγίνει πάλι, με κάποιον άλλο πρωταγωνιστή, με άλλες συνθήκες παραγωγής φυσικά. Και σίγουρα θα είχε την ίδια επιτυχία. Όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση μας, που μεταφέραμε  το “Εκείνες κι Εγώ” από το `76, σε μια εποχή ύστερα από 20 χρόνια».

Από όλες τις κωμωδίες που έχετε παίξει στην τηλεόραση, είναι η αγαπημένη σας;

«Σίγουρα την έχω αρκετά ψηλά, την έχω αγαπήσει πάρα πολύ. Άλλωστε δούλεψα πολύ, με αρκετό μόχθο και στο ρόλο του Δόγγανου και στη σκηνοθεσία και έπειτα στο μοντάζ, το αναλογικό μοντάζ που κάναμε τότε.

Είχατε κασέτες!

«…πολλές κασέτες, πολλή δουλειά με τα χέρια, καμία σχέση με το ψηφιακό μοντάζ όπως γίνεται σήμερα. Ευτυχώς σε αυτό με βοηθούσε και ο σκηνοθέτης της σειράς, ο Ανδρέας Μορφονιός».



Διάβασε περισσότερα στο: reader.gr

Από admin