
Η Μάχη στο Βαλτέτσι
Στο «ημερολόγιο» της Επανάστασης του 1821 υπάρχουν πολλές ημερομηνίες στις οποίες μπορεί να σταθεί κάποιος. Μία από αυτές είναι και η 12 Μαΐου του 1821. Είναι η ημέρα που ξεκίνησε η Μάχη στο Βαλτέτσι.
Όσα και να γραφτούν για τη συγκεκριμένη μάχη πιθανότατα είναι λίγα και δε θα μπορέσουν να δώσουν μία πλήρη εικόνα. Για τη σημασία της, ωστόσο, αρκεί να ειπωθούν μόλις δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι πως είναι η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατημένων Ελλήνων και αυτή που άνοιξε το δρόμο για την Άλωση της Τριπολιτσάς.
Το δεύτερο είναι αυτό που είχε γράψει στα απομνημονεύματά του ο μεγάλος πρωταγωνιστής της: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Η νίκη αυτή πρέπει να καθαγιασθεί με νηστεία όλων και να γιορτάζεται η επέτειός της εις τους αιώνας των αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος» είχε γράψει ο Γέρος του Μοριά.
Ο Κολοκοτρώνης έδειξε στη Μάχη στο Βαλτέτσι πως δεν είναι ένας κλέφτης και αρματολός αλλά ένας στρατηγός με κοφτερό μυαλό που έβλεπε το πεδίο της μάχης σαν μία σκακιέρα. Ο Κολοκοτρώνης έκανε τις κινήσεις του πάνω σε αυτή τη σκακιέρα και περίπου τέσσερις μήνες αργότερα πέτυχε αυτό που ήθελε: Να… στήσει το μπαϊράκι της Επανάστασης στην Τριπολιτσά.
Η προετοιμασία της μεγάλης μάχης
Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της Επανάστασης και ενώ οι έριδες ανάμεσα στους Οθωμανούς πασάδες καλά κρατούσε, αποφασίστηκε η αποστολή ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Οι Τούρκοι θεωρούσαν πως οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν επειδή τους έβλεπαν να «τρώγονταν» μεταξύ τους και πως με ένα καλό «γιουρούσι», η Επανάσταση θα έσβηνε σαν… κεράκι στον άνεμο. Η αλήθεια είναι πως, στην αρχή τουλάχιστον, φάνηκε πως είχαν δίκιο.
Ο Μουσταφά που ήταν επιτελάρχης του Χουρσίτ πασά (ο οποίος εκείνη την εποχή πολεμούσε στα Γιάννενα τον Αλή πασά που είχε εξεγερθεί κατά του Σουλτάνου) διέλυσε διά περιπάτου την πολιορκία της Πάτρας και του Ναυπλίου και με την ίδια ευκολία κατέλαβε το Άργος. Επόμενος στόχος του ήταν η Τριπολιτσά που θεωρούταν το κέντρο του Αγώνα.
Την ώρα, ωστόσο, που ο Μουσταφά καταλάμβανε τη μία πόλη μετά την άλλη, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας ετοίμαζαν τη δική τους μάχη. Στις 14 Απριλίου οι Έλληνες είχαν κερδίσει τη μάχη στο Λεβίδι (χτισμένο στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου) και είχαν διπλό κέρδος. Αφενός το ηθικό βρισκόταν, πλέον, στα ύψη και αφετέρου υπήρχε ένα ισχυρό προγεφύρωμα στο δρόμο προς την Τριπολιτσά αφού το Λεβίδι απείχε μόνο 25 χιλιόμετρα από εκεί.
Μετά τη νίκη στο Λεβίδι, οι ελληνικές δυνάμεις έφτιαξαν τρία στρατόπεδα. Στο Βαλτέτσι, στο Χρυσοβίτσι και την Πιάνα. Στις 24 Απριλίου, ωστόσο, οι οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν το Βαλτέτσι καθώς δε θεώρησαν πως είχε κάποια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.
Όσο, ωστόσο, ο Μουσταφά ενίσχυε τις δυνάμεις των Οθωμανών και γινόταν ξεκάθαρο πως η πιο καθοριστική μάχη για την εξέλιξη του πολέμου θα ήταν αυτή που θα δινόταν στην Τριπολιτσά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επέμενε πως θα έπρεπε να καταληφθεί ξανά το Βαλτέτσι καθώς από εκεί περνούσε ο δρόμος για την πρωτεύουσα της Αρκαδίας.
Στην αρχή, ωστόσο, το σχέδιο του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αποδεκτό από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να δουν ποια ακριβώς ήταν η χρησιμότητα του ανακαταλάβουν ένα σημείο που είχαν εγκαταλείψει μόλις λίγα 24ωρα πριν. Έλεγαν, μάλιστα, πως θα πρέπει να καταληφθεί το Ζέλι.
Ο Γέρος του Μοριά, ωστόσο, επέμενε πως θα οι ελληνικές δυνάμεις θα έπρεπε να δώσουν τη μάχη στο Βαλτέτσι καθώς ο Μουσταφά συγκέντρωνε τις δικές τους δυνάμεις στο στρατόπεδο στα Βέρβαινα.
Το Βαλτέτσι στο μυαλό του Κολοκοτρώνη λειτουργούσε σαν «παγίδα» για τους Οθωμανούς. Και όντως έτσι έγινε. Ο Γέρος του Μοριά κάλεσε όλους τους οπλαρχηγούς να δώσουν μαζί του αυτή τη σπουδαία μάχη, τους εμψύχωσε, τους έδωσε κίνητρα και τους είπε πως μία νίκη στο Βαλτέτσι σημαίνει ανοιχτός δρόμος για την Τριπολιτσά που με τη σειρά της σημαίνει μία ελεύθερη Πελοπόννησο!
Οι οπλαρχηγοί πείστηκαν και έτσι άρχισε η οχύρωση του Βαλτετσίου. Φτιάχτηκαν ταμπούρια στους λόφους, στήθηκαν σκοπιές σε επίκαιρα σημεία και οχυρώθηκαν σπίτια και εκκλησίες. Ο Κολοκοτρώνης έγραψε στα απομνημονεύματά του πως «εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα στην Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβίτσι» για να δείξει τον πυρετό των προετοιμασιών.
Ο Κολοκοτρώνης εκείνη την εποχή αλληλογραφούσε με την Μπουμπουλίνα. Στις επιστολές που της έστελνε, ωστόσο, «φούσκωνε» κατά πολύ τις δυνάμεις των Ελλήνων. Αυτό το έκανε γιατί γνώριζε πως μπορεί αυτές οι επιστολές να έπεφταν στα χέρια των Τούρκων. Και πράγματι έπεφταν.
Ο χωρικός που τις μετέφερε πριν τις στείλει στην Μπουμπουλίνα, τις… έδειχνε στον Μουσταφά! Τελικά, ο προδότης πιάστηκε και εκτελέστηκε αλλά το σημαντικότερο ήταν πως ο Μουσταφά διαβάζοντας αυτές τις επιστολές φοβήθηκε και δίστασε να επιτεθεί στο Βαλτέτσι. Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη είχε πετύχει και είχε κερδίσει πολύτιμο χρόνο.
«Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι, πέφτει αλύπητο λεπίδι…»
Όταν ο Μουσταφά κατάλαβε το κόλπο του Κολοκοτρώνη αποφάσισε να επιτεθεί στο Βαλτέτσι. Είχε συγκεντρώσει έναν ισχυρό στρατό που αποτελούταν από μπαρουτοκαπνισμένους αξιωματικούς και θεωρούσε πως θα κάνει περίπατο στο Βαλτέτσι.
Ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του, μάλιστα, που έδωσε λίγες ημέρες ακόμα στους Έλληνες θεωρώντας πως δεν αποκλείεται να παραδοθούν… από τον φόβο τους.
Ο Μουσταφά είχε δημιουργήσει πέντε τάγματα που συνολικά αριθμούσαν πάνω από 12.000 άνδρες ενώ περίπου άλλοι τόσοι ήταν στη φρουρά της Τριπολιτσάς.
Από την άλλη, οι Έλληνες ήταν 2.300 άτομα, χωρίς ιδιαίτερο οπλισμό και χωρίς κάποια σημαντική πολεμική εμπειρία. Είναι ενδεικτικό πως είχαν λιώσει σχεδόν οτιδήποτε μεταλλικό υπήρχε προκειμένου να φτιάξουν βόλια!
Το μεγάλο τους πλεονέκτημα, ωστόσο, (αποδείχθηκε πως) ήταν η στρατηγική θέση την οποία είχε υποδείξει ο Κολοκοτρώνης.
Όλα έδειχναν πως η μεγάλη ώρα πλησίαζε. Και τελικά, πράγματι, δεν άργησε να έρθει. Ξημερώματα της 12ης Μαΐου 1821 οι Τούρκοι ξεκίνησαν για να επιτεθούν στο βόρειο κομμάτι του Βαλτετσίου. Η μάχη άναψε σχεδόν αμέσως. Ολόκληρο του βορειοανατολικό κομμάτι του στρατοπέδου φλεγόταν.
Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας με μαεστρία καθοδηγούσαν τους μαχητές και μέχρι το μεσημέρι είχαν καταφέρει να ανατρέψουν την αρχική άσχημη εικόνα. Το φάσμα της ήττας πλέον είχε μεταφερθεί στους Τούρκους.
Ήταν τέτοιος ο πανικός των Τούρκων που σε κάποιες περιπτώσεις οι κανονιοβολισμοί κατά των ελληνικών θέσεων, έπλητταν τελικά τις προωθημένες τουρκικές δυνάμεις! Η μάχη σταμάτησε αργά τη νύχτα με τους δυο στρατούς να διατηρούν τις θέσεις του.
Λίγο πριν νυχτώσει ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε σε ένα ύψωμα (σήμερα είναι γνωστό ως «Το Βουνό του Κολοκοτρώνη») και φώναξε στον Μητροπέτροβα που υπερασπιζόταν ένα άλλο μετερίζι: «Μπάρμπα Μήτρο έρχεται ο Κολοκοτρώνης με δέκα χιλιάδες και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες. Βαστάτε και σας φέρνω απ’ όλα».
Ξημερώματα της επόμενης ημέρας ο Κολοκοτρώνης αιφνιδίασε τους Τούρκους, έσπασε τον κλοιό και ανεφοδίασε τον στρατό του. Οι Οθωμανοί με το πρώτο φως της ημέρας ξεκίνησαν και πάλι τις επιθέσεις με ιδιαίτερη σφοδρότητα.
Όλες όπως είχαν την ίδια κατάληξη: Οι Έλληνες νικούσαν. Ο Μουσταφά όταν πληροφορήθηκε πως στην περιοχή σπεύδουν προς ενίσχυση ο Νικηταράς και οι άνδρες του, διέταξε υποχώρηση.
Αυτό, ωστόσο, αποδείχθηκε μοιραίο λάθος. Οι Έλληνες αναθάρρησαν, βγήκαν από τα ταμπούρια και πήραν στο… κυνήγι τους Τούρκους! Μέσα σε σχεδόν 23 ώρες που κράτησε η μάχη οι Έλληνες μέτρησαν 4 νεκρούς και 17 τραυματίες.
Αντίθετα, οι Τούρκοι μέτρησαν 514 νεκρούς και 635 τραυματίες. Το κυριότερο, ωστόσο, ήταν πως στα χέρια των Ελλήνων έπεσε ο εξοπλισμός των Τούρκων που ήταν ικανός να εξοπλίσει 4.000 άνδρες. Πλέον ο δρόμος προς την Τριπολιτσά ήταν ανοιχτός.