Η φονική συμπλοκή στου Γκύζη, ο Τσουτσουβής και μία αποτρόπαια φωτογραφία
Χρήστος Τσουτσουβής | Λεπτομέρεια από αφίσα του Αναρχικού χώρου


«Ο Ανέστης είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αρότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.

» Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Ο «Λουκάς» της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» έγραψε αυτά τα λόγια στο βιβλίο του.

Ποιος, όμως, είναι αυτός ο «Ανέστης»; Ήταν ένας άνθρωπος που μέχρι και τη ημέρα που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στην περιοχή του Γκύζη η αστυνομία δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τη δράση του αν και εκείνος είχε «διατρέξει» κάθετα με την πορεία του ολόκληρη την (μέχρι τότε) ιστορία του εγχώριου αντάρτικου πόλης.

Ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής. Για το κράτος και τους εχθρούς του ένας αδίστακτος τρομοκράτης. Για τους συντρόφους του ένας ατρόμητος επαναστάτης. Κόκκινο πανί (ακόμα και νεκρός) για τους αστυνομικούς. Ήρωας για τον αναρχικό χώρο. 

Από το ΠΑΚ του Παπανδρέου στον ΕΛΑ

Ο Χρήστος Τσουτσουβής γεννήθηκε το 1953 στο χωριό Άγιος Βασίλειος στη Νεμέα της Κορινθίας. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως ο Τσουτσουβής ασφυκτιούσε στη μικρή κοινωνία. Το «πνίξιμο» που ένιωθε έγινε ακόμα πιο έντονο, ακόμα πιο αφόρητο στην περίοδο της χούντας. Έτσι αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό.

Πήγε στο Γκρατς της Αυστρίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που κινούνταν στον πολιτικό χώρο της άκρας αριστεράς και έχει την πρώτη γνωριμία με αυτό που λέμε ένοπλο αντάρτικό πόλης.

Άγνωστο πώς, πού και από ποιους εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων. Λίγο καιρό αργότερα, μέσα από τους Έλληνες που ζούσαν στην Αυστρία και ήταν ενάντια στη χούντα ήρθε σε επαφή με το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Γρήγορα έγινε μέλος του.

Με την πτώση της δικτατορίας ο Τσουτσουβής επέστρεψε στην Ελλάδα και δραστηριοποιήθηκε μέσα από το ΠΑΣΟΚ. Για μια και μοναδική φορά, μάλιστα, τοποθετήθηκε εκλογικός αντιπρόσωπος του Κινήματος στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της χούντας, τον Νοέμβριο του 1974 (ανήμερα της πρώτης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου).

Το ΠΑΣΟΚ, όμως, πλέον, ήταν μια νόμιμη πολιτική δύναμη που δεν συνεχίζει την ένοπλη αντιπαράθεση που έκανε το ΠΑΚ. Ο Τσουτσουβής ένιωσε ότι οι μέχρι πρότινος σύντροφοί του προδίδουν τις ιδέες τους προκειμένου να πάρουν κάποια στιγμή την εξουσία και έτσι η ρήξη ήρθε σχεδόν φυσιολογικά.

Ο μόνος χώρος που ο Τσουτσουβής μπορούσε να νιώσει καλά είναι το ένοπλο αντάρτικο πόλης και κάπως έτσι έγινε μέλος του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα όπου εκπαιδεύτηκε σε έναν άλλου είδους αγώνα και τελειοποιεί τα όσα είχε μάθει στην Αυστρία και το ΠΑΚ.

Χωρίς να έχει αποδειχθεί ποτέ, λέγεται πως η πρώτη σοβαρή επιχείρηση που συμμετείχε είναι το χτύπημα στο εργοστάσιο της ΑΕG, το οποίο λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη. Οι αστυνομικοί υποψιάζονταν πως το εργοστάσιο της Γερμανικής εταιρείας ίσως και να γίνει στόχος (μετά τον θάνατο τριών μελών της RAF στις Γερμανικές φυλακές) και έτσι είχαν αυξήσει τις περιπολίες.

Σε μια από αυτές, τη νύχτα της 20ης Οκτωβρίου 1977, οι αστυνομικοί «έπεσαν» πάνω σε ένα ύποπτο ένα λευκό FIAT 128 και το πλησίασαν για αναγνώριση.  Οι επιβαίνοντες στο όχημα αντέδρασαν. Τα πιστόλια «μίλησαν».

Η περιοχή γύρω από το εργοστάσιο μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών τραυματίστηκαν δυο αστυνομικοί (Στεργίου και Πλέσσας) ενώ έπεσε νεκρός ο Χρήστος Κασσίμης, μια άλλη εμβληματική μορφή του εγχώριου αντάρτικου πόλης.

Ο Τσουτσουβής και οι δυο σύντροφοί του που επίσης επέβαιναν στο αυτοκίνητο κατάφεραν να διαφύγουν. Εκείνη η νύχτα, ωστόσο, είναι κομβική για τον Τσουτσουβή. Πέρα από το πλήγμα του να χάνεις έναν καλό φίλο και σύντροφο, είχε πάρει, πλέον, τον δρόμο χωρίς επιστροφή αφού ήταν αναγκασμένος να βγει στην παρανομία και να ζει διαρκώς σαν κυνηγημένος.

Έκδοση του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα | Τύπος της εποχής

Και εκεί που κάποιους θα περίμενε ότι ο Τσουτσoυβής θα έκανε κάποια βήματα πίσω και θα περίμενε μέχρι να… περάσει η «μπόρα», εκείνος αναλαμβάνει ακόμα πιο σκληρή δράση προκειμένου να εκδικηθεί για τον Κασσίμη.

Οι βόμβες που τοποθετούσε ο ΕΛΑ δεν τον ικανοποιούσαν, πλέον. Στο εσωτερικό της οργάνωσης άνοιξε μια κουβέντα για το αν πρέπει να αναβαθμιστεί η δράση της. Στο επίκεντρο μπήκε ένα χτύπημα στον γνωστό βασανιστή της χούντας Πέτρο Μπάμπαλη. Η μια τάση μέσα στον ΕΛΑ ήθελε να τοποθετηθεί μια βόμβα στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο αλλά χωρίς να χυθεί αίμα. Ο Τσουτσουβής δε συζητά για τίποτα λιγότερο από την εκτέλεση του Μπάμπαλη. Η ρήξη είναι οριστική.

Ο Τσουτσουβής (και μερικά άλλα άτομα) έφυγαν αλλά… χωρίς να φύγουν από τον ΕΛΑ.

Δημιούργησαν ένα παρακλάδι της οργάνωσης, την «Ομάδα: Ιούνης ’78» και με αυτή την ονομασία το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979, στον Άγιο Σώστη στη Νέα Σμύρνη, εκτέλεσαν με οκτώ σφαίρες τον Μπάμπαλη.

Στη συνέχεια, σύμφωνα με ένα σενάριο που είχε προκύψει από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία χρόνια αργότερα, ο Τσουτσουβής προχωράει ως «Επαναστατική Οργάνωση: Οχτώβρης ’80» μια σειρά από εντυπωσιακά χτυπήματα, με αποκορύφωμα τους εμπρησμούς στο «Μινιόν» και τον «Κατράντζο». Ένα σενάριο, πάντως, που ούτε επιβεβαιώθηκε αλλά ούτε και διαψεύστηκε ποτέ.

Σε κάθε περίπτωση, η δράση του Τσουτσουβή έφερε την οριστική ρήξη με τον ΕΛΑ. Έφυγε από την οργάνωση και λέγεται, μάλιστα, πως φεύγοντας πήρε μαζί του και ένα μεγάλο μέρος του οπλοστασίου της!

Η συμπλοκή στου Γκύζη και το τέλος του Τσουτσουβή

Ο Χρήστος Τσουτσουβής, πλέον, είχε ξεκάθαρο μέσα στο μυαλό του πως οποιαδήποτε άλλη μορφή αγώνα πέρα από τη σκληρή, ένοπλη πάλη είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Δημιούργησε, μαζί με άλλους συντρόφους του, την «Αντικρατική Πάλη», την πρώτη οργάνωση με αναρχικό πρόταγμα που έδρασε στην Ελλάδα.

Την πρωταπριλιά του 1985 από πυρά της οργάνωσης έπεσε νεκρός, έξω από το σπίτι του στην οδό Λυκούργου 160 στην Καλλιθέα, ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος. «Ήταν ένας μισθοφόρος, που δε δίσταζε να στέλνει τους άλλους, με απόλυτη ψυχρότητα, στη φυλακή, στα βασανιστήρια, ακόμα και στο θάνατο. Είχε πάρει για τον εαυτό του δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και την τύχη των άλλων, δικαίωμα που εμείς σήμερα του στερήσαμε», έγραφε, μεταξύ άλλων, η προκήρυξη με την οποία έγινε η ανάληψη ευθύνης.

ΕΛΑ και «17 Νοέμβρη», μέσα από τις προκηρύξεις τους, ουσιαστικά, πήραν αποστάσεις από την ανεξέλεγκτη δράση του Τσουτσουβή, ενώ για την Ελληνική Αστυνομία οτιδήποτε γίνεται και δεν έχει τη σφραγίδα των δυο αυτών οργανώσεων, είναι δεδομένο πως ευθύνεται ο… Τσουτσουβής, στον οποίο το μόνο που δεν είχαν «χρεώσει» ήταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η δολοφονία του Καποδίστρια.

Ο Τσουτσουβής συνέχισε τον ανένδοτο δρόμο που επέλεξε αλλά αυτός ο δρόμος έφτασε στο τέλος του. Στις πρώτες ημέρες του Μάη του 1985 στην περιοχή του Γκύζη (στην οδό Αμφίκλειας 18-20), ένα περιπολικό της αστυνομίας εντόπισε μια κλεμμένη πράσινη μοτοσικλέτα Yamaha enduro, η οποία είχε κλαπεί στις 23 Απριλίου από το Γαλάτσι και η οποία έφερε πλαστές πινακίδες.

Επειδή οι καιροί ήταν «πονηροί», ενημερώθηκε η Ασφάλεια που ανέλαβε την υπόθεση και έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση τη μοτοσυκλέτα, περιμένοντας υπομονετικά κάποιον να πάει να την παραλάβει.

Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 15 Μάη του 1985, η απογευματινή βάρδια των αστυνομικών οι οποίοι με πολιτικά παρακολουθούν, από απόσταση 50 μέτρων, τις κινήσεις γύρω από τη μοτοσικλέτα, είδαν δυο νεαρούς να την πλησιάζουν.

Όταν κατάλαβαν πως οι δυο νεαροί επιχείρησαν να ξεκλειδώσουν το λουκέτο, βγήκαν από το όχημα και με προτεταμένα όπλα πλησίασαν, φωνάζοντας στους δυο αγνώστους να παραδοθούν. Οι δυο άγνωστοι δεν αιφνιδιάστηκαν. Έβγαλαν και εκείνοι τα όπλα τους και άρχισαν να πυροβολούν. Ακολούθησαν μερικά λεπτά άγριας ένοπλης μάχης.

Στο τέλος της ο αστυνομικός Βασίλης Μπούρας είχε πέσει νεκρός. Οι συνάδελφοί του Γιώργος Δουγένης και Γιώργος Γεωργίου μεταφέρθηκαν βαριά τραυματισμένοι στον «Ευαγγελισμό» όπου λίγο αργότερα άφησαν την τελευταία τους πνοή.

Εκτός από τους τρεις νεκρούς αστυνομικούς, στη διάρκεια της συμπλοκής έχασε τη ζωή του και ο Χρήστος Τσουτσουβης που είχε δεχθεί τρεις σφαίρες. Ο σύντροφός του είχε καταφέρει να διαφύγει και ουδέποτε συνελήφθη.

Μετά την «μπόρα» οι αστυνομικοί προσπάθησαν να μάθουν ποιος είναι ο ένοπλος που έπεσε νεκρός. Πάνω του δε βρήκαν οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει, ενώ και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα δεν «έδωσαν» κάποιο χρήσιμο στοιχείο αφού ο νεκρός δεν είχε συλληφθεί ποτέ και δεν είχε φάκελο στην Ασφάλεια.

Η φωτογραφία του νεκρού Χρήστου Τσουτσουβή | Τύπος της εποχής

Στις 17 Μαΐου η ΕΛΑΣ έδωσε στη δημοσιότητα την πιο μακάβρια φωτογραφία που έδωσε ποτέ στη δημοσιότητα. Είναι μια φωτογραφία του νεκρού Τσουτσουβή τα μάτια του οποίου είναι ανοιχτά με τη βοήθεια σελοτέιπ, προκειμένου αν τον δει, είτε στα κρατικά κανάλια, είτε στις εφημερίδες, κάποιος που τον ξέρει, να τον αναγνωρίσει και να δώσει περισσότερες πληροφορίες.

Τελικά, αυτοί που τον αναγνώρισαν ήταν οι γονείς του οι οποίοι είχαν να δουν τον γιο τους τέσσερα χρόνια. Τους έλεγε πως ζει στην Αυστρία, πως είναι καλά, πως έχει μια καλή δουλειά, πως πληρώνεται καλά και πως σύντομα θα πάει να τους δει… 



Διάβασε περισσότερα στο: reader.gr

Από admin